Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῇ προτέρῃ

См. также в других словарях:

  • προτερῇ — προσερέω speak to fut ind mid 2nd sg (epic doric) προτερέω to be before pres subj mp 2nd sg προτερέω to be before pres ind mp 2nd sg προτερέω to be before pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέρη — πρότερος before fem nom/voc sg (epic ionic) προσρέω flow towards a point imperf ind act 3rd sg (epic doric aeolic) προτερέω to be before pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) προτερέω to be before imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέρῃ — πρότερος before fem dat sg (epic ionic) προσερέσθαι ask besides aor subj mid 2nd sg (epic doric) προσερέσθαι ask besides pres subj mp 2nd sg (epic doric) προσερέσθαι ask besides pres ind mp 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • προκατάγγελσις — έλσεως, ἡ, Α [προκαταγγέλλω] πρότερη αγγελία, προειδοποίηση …   Dictionary of Greek

  • προκατηγορία — ἡ, Α [προκατηγορῶ] πρότερη κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • προτέλεσμα — έσματος, τὸ, ΜΑ [προτελῶ] προτέλεσις* μσν. πρότερη καθιέρωση …   Dictionary of Greek

  • προτερεία — ἡ, Α η πρότερη ημέρα, η προτεραία («τὸ μίσθωμα... πὰρ Fέτος ἀεὶ Πανάμου μηνὸς προτερείαι», Ηρακλεωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί προτεραία, πιθ. με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • υπόβαθρο — το / ὑπόβαθρον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα, στυλοβάτης, βάση πάνω στην οποία στηρίζεται μια κατασκευή ή ένα φυσικό ή τεχνητό σύστημα 2. (γεωλ. πετρογρ.) το στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω από άμμους, ιλύ, αργίλους ή άλλα χαλαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανιόλα — (Hispaniola). Νησί (76.483 τ. χλμ., 15.784.616 κάτ. το 2001) της Κεντρικής Αμερικής, το δεύτερο σε μέγεθος των Μεγάλων Αντιλλών μετά την Κούβα. Βρίσκεται στη θάλασσα της Καραϊβικής, ΝΑ της Κούβας. Πολιτικά, χωρίζεται στη Δομινικανή Δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»